κομπόδεμα

κομπόδεμα
το (Μ κομπόδεμα) [κομποδένω]
1. κόμπος στην άκρη μαντηλιού
2. τα χρήματα που φυλάγονται στο κομποδεμένο μαντήλι
νεοελλ.
1. χρήματα που αποταμιεύονται κρυφά από τους άλλους
2. φρ. α) «έχει γερό κομπόδεμα» — είναι πλούσιος
β) «λύνω το κομπόδεμα» — ξοδεύω, δαπανώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κομπόδεμα — το, ατος 1. το δέσιμο κόμπου στο άκρο του μαντιλιού και τα χρήματα που περιέχονται μέσα σ αυτό. 2. ατομικές οικονομίες που αποκρύπτονται από τους άλλους: Έχει γερό κομπόδεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ένδεσμος — ο (AM ἔνδεσμος) ξύλινος ή μεταλλικός σκελετός για τη σύνδεση και στερέωση τών επιμέρους τμημάτων μιας κατασκευής, τοίχου, εκμαγείου κ.λπ. νεοελλ. 1. οτιδήποτε χρησιμεύει για τη στήριξη ή σύνδεση τού κύριου μέρους εργαλείου, μηχανήματος ή σκεύους… …   Dictionary of Greek

  • ακομπόδετος — η, ο [κομποδένω] 1. αυτός που δεν δέθηκε με κόμπο 2. (για χρήματα) αυτός που δεν φυλάχθηκε σε κομπόδεμα …   Dictionary of Greek

  • απόδεσμος — ἀπόδεσμος, ο (Α) [αποδέω (Ι)] 1. στηθόδεσμος, ζώνη 2. δέμα, κομπόδεμα …   Dictionary of Greek

  • εφόδιο — το (ΑΜ ἐφόδιον, Α συν. στον πληθ. ἐφόδια, τὰ και ιων. τύπος ἐπόδια) 1. τα αναγκαία χρήματα ή τρόφιμα για την οδοιπορία ή το ταξίδι 2. γενικώς τα αναγκαία, τα απαραίτητα για κάτι και ειδικώς τα απαραίτητα πολεμοφόδια, καθετί που χρειάζεται για τη… …   Dictionary of Greek

  • κεμέρι — το 1. δερμάτινη ζώνη μέσα στην οποία οι χωρικοί φύλαγαν τα χρήματά τους 2. συνεκδ. βαλάντιο, κομπόδεμα, αποταμιευμένα χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kemer] …   Dictionary of Greek

  • κομπογιανίτης — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ο ψευδοεπιστήμονας και συνήθως ο εμπειρικός γιατρός. Για την ετυμολογία της λέξης κ. έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις κατά καιρούς. Ο Κοραής υποστήριζε ότι προήλθε από τις λέξεις κόμπος (κομπασμός) και… …   Dictionary of Greek

  • κομπόπλεγμα — το κομπόδεμα …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • πουγγί — το / πουγγίον και πουγγίν, ΝΜ 1. είδος πορτοφολιού, σακούλι («και τον πατριάρχην χάριν δέκα πουγγία απέστειλε», Καισάρ.) 2. συνεκδ. χρηματικό απόθεμα, κομπόδεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουγγίον, υποκορ. τού πούγγα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”